στρατιωτικός ακόλουθος

στρατιωτικός ακόλουθος
воен аташе

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σαράφης, Στέφανος — Στρατιωτικός και πολιτικός (Τρίκαλα 1890 Αθήνα 1957). Γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας, αλλά εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του. Λίγο αργότερα κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Σοφοκλής — (Χανιά 1894 – Ηράκλειο 1964).Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενώ ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρέπινγκτον, Κάρολος — (Repington, 1858 – 1925). Άγγλος αξιωματικός και στρατιωτικός κριτικός. Πολέμησε στους αποικιακούς πολέμους του Αφγανιστάν, Σουδάν και Nοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος στις Βρυξέλες και στη Χάγη και το 1900 πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Εμβέρ πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1881 – Μπαλτζουάν, Μπουχάρα 1922). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του κινήματος των Νεoτούρκων. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Κωνσταντινούπολης και το 1903 αποφοίτησε από την… …   Dictionary of Greek

  • Περόν, Χουάν Ντομίνγκο — (Perόn, Λόμπος 1895 – Μπουένος Άιρες 1974). Αργεντινός στρατιωτικός και πολιτικός. Κατατάχτηκε στο στρατό και φοίτησε στην ανώτερη σχολή πολέμου. Υπηρέτησε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη (1933) ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Σαντιάγκο της Χιλής …   Dictionary of Greek

  • παπίας — Βυζαντινό αυλικό αξίωμα. Ο π. ήταν επιφορτισμένος να επιβλέπει στην τάξη και στην ασφάλεια του παλατιού, του οποίου είχε και τα κλαδιά. Αυτός άνοιγε το πρωί τις αίθουσες και τις έκλεινε το βράδυ. Το κλείδωμα των αιθουσών γινόταν μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • συμφορεύς — έως, ὁ, Α (στους Λακεδαιμόνιους) στρατιωτικός ακόλουθος πολεμάρχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω «φέρω μαζί, ταιριάζω, ακολουθώ» + κατάλ. εύς (πρβλ. ἀνα φορ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • Αντονέσκου, Ίον — (Ion Antonescu, 1882 – 1946). Ρουμάνος στρατηγός και πολιτικός.Υπήρξε μέλος του γενικού επιτελείου της χώρας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1933 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου… …   Dictionary of Greek

  • Κορνίλοφ, Λαυρέντια Γκεόργκιεβιτς — (Lavrentia Georgievich Kornilov, 1870 – 1918). Ρώσος στρατηγός. Καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, υπηρέτησε στο Τουρκεστάν και έλαβε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904 5. Διετέλεσε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Κουίσλινγκ, Βίντκουν Αμπραάμ Λάουριτς — (Vidkun Abraham Lauritz Quisling, Τέλεμαρκ 1887 – Όσλο 1945). Νορβηγός πολιτικός, πρωθυπουργός της Νορβηγίας (1942 45). Υπήρξε ταγματάρχης του νορβηγικού στρατού και εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Γερμανούς, κατά τη διάρκεια του Β’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”